το έργο | δραματολογική προσέγγιση


φωτό: Αλέξανδρος Μανικάκης©


ΚΛΑΥΔΙΟΣ: Πού είναι;
ΑΜΛΕΤ: Στο γεύμα.
ΚΛΑΥΔΙΟΣ: Στο γεύμα! Πού;
ΑΜΛΕΤ: Εκεί που δεν τρώει. Τον τρώνε.

Σαίξπηρ: Άμλετ (Πράξη Δ’, Σκηνή 3), Μετάφραση: Απόστολος Δοξιάδης



Η Kathrin Liegmann, με αφετηρία την σημερινή δυσμενή οικονομική συγκυρία, επιχειρεί, αξιοποιώντας τις δομές του αρχαιοελληνικού μύθου και της αρχαίας τραγωδίας, καθώς και τον πλούτο της χριστιανικής παράδοσης, μια θεατρική παραβολή. Σε ένα καθαρά συμβολικό τοπίο –την κουζίνα κάποιου εστιατορίου– ένας ολόκληρος κόσμος καταρρέει: σωματικά, οικονομικά, ηθικοπνευματικά.

Μια κάποιου είδους διασάλευση των φυσικών νόμων και της ηθικής τάξης έχει συντελεστεί στο παρελθόν και τώρα οι επίγονοι καλούνται να υποστούν με αδυσώπητη σκληρότητα τις επιπτώσεις της: μια εκτεταμένη και ολοκληρωτική πείνα, τόσο σε υλικό επίπεδο όσο και σε πνευματικό. Οι αναλογίες προς τον λοιμό της Θήβας στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή είναι σχεδόν προφανείς. Θα τολμούσαμε να ισχυριστούμε, μάλιστα, ότι εδώ η συγγραφέας επιχειρεί ένα προκλητικά ευφυές πνευματικό λογοπαίγνιο: ο λοιμός (=μεταδοτική νόσος) μεταγράφεται δραματουργικά στο «Γεύμα» σε λιμό (=πείνα).

Η διασάλευση των φυσικών νόμων και της ηθικής τάξης προσωποποιείται στο «Γεύμα» μέσα από την Μαρία –δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι είναι το μόνο πρόσωπο στο έργο που έχει όνομα– ένα διανοητικά καθυστερημένο κορίτσι, καρπός της άνομης ένωσης της γυναίκας του Μάγειρα με τον ιερέα. Η Μαρία αποτελεί ταυτόχρονα την ενσάρκωση του «κακού» –το «μίασμα», αν το θέσουμε με όρους αρχαιοελληνικής τραγωδίας– αλλά και το αθώο θύμα, το «σκεύος εκλογής» του Θεού. Για να λυθεί όμως το κακό, για να εξαγνιστεί το μίασμα, μόνο ένας τρόπος κάθαρσης υπάρχει: η θυσία. Η συγγραφέας τολμά να προχωρήσει ακόμα παραπέρα: η Μαρία όχι μόνο θυσιάζεται αλλά και προσφέρεται ως τροφή στους αδηφάγους συνδαιτυμόνες. Με αυτή την ωμή στην σκληρότητά της σύλληψη, που παραπέμπει ευθέως στα μυθολογικά «θυέστεια δείπνα», φαίνεται να συγκλίνει προς μια θεώρηση της ανθρωποφαγίας όχι μόνο ως μιας δίκαιης και αναπότρεπτης τιμωρίας, αλλά πολύ περισσότερο ως της μόνης διεξόδου κάθαρσης από το κακό.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι όμως και η θεολογική διάσταση που διατρέχει το έργο. Ο σφαγιασμός της Μαρίας και η προσφορά του σώματός της προς βρώσιν αποτελεί μια συμβολική πράξη, που ανάγεται στην «Θεία Μετάληψη», και μέσω της οποίας καθαίρονται οι αμαρτίες της ανθρωπότητας. Η συγγραφέας εσκεμμένα και κατά τη γνώμη μας εξαιρετικά καίρια βάζει στο στόμα του θύτη-Μάγειρα την βιβλική φράση «Ίδε ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Η δε εικόνα του Υιού του Θεού που δεσπόζει στον σκηνικό χώρο και με την οποία συνομιλεί ο Μάγειρας, θέτει το μέγα φιλοσοφικό και βαθιά θεολογικό ζήτημα της σχέσης ανθρώπου-Θεού, επαναδιατυπώνοντας τον εξαιρετικά επίκαιρο προβληματισμό σχετικά με την απουσία ή την σιωπή του Θεού στον σύγχρονο κόσμο, την επιθυμία του ανθρώπου να αναμετρηθεί μαζί του, αλλά και την φιλοδοξία του κάποιες φορές να τον υποκαταστήσει.

Τέλος, «Το Γεύμα» θέτει καίρια ερωτήματα κοινωνικού προβληματισμού που εστιάζονται στην παθογένεια της σύγχρονης κοινωνίας και εκθέτουν την αέναη πείνα της ανθρώπινης κοινωνίας. Μια πείνα που δεν περιορίζεται μόνο στην πείνα για τροφή, αλλά και στην πείνα για εξουσία και επικράτηση, για απόδραση από την πραγματικότητα, για κατανάλωση και υλικό κορεσμό κλπ.

Σε τελική ανάλυση, «Το Γεύμα» είναι ένα εξαιρετικά επίκαιρο κείμενο που, όπως όλα τα μεγάλα έργα τέχνης, αντί να προσφέρουν έτοιμες απαντήσεις, θέτουν ερωτήματα που επικεντρώνουν στα μεγάλα ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης: Μπορεί, άραγε, το κακό να εξαλειφθεί από τον κόσμο, χωρίς να θυσιάσουμε κάτι πολύ σημαντικό; Μπορούμε να πορευτούμε προς το φως χωρίς να δοκιμάσουμε το σκοτάδι; Μπορούμε να πλησιάσουμε τον Θεό χωρίς να βουτήξουμε στην αμαρτία; Μπορούμε να διακρίνουμε με σιγουριά τα όρια ανάμεσα στην κτηνωδία και την ιερουργία; Μπορεί ποτέ να κορεστεί η ανθρώπινη πείνα; 

Δημήτρης Βέργαδος