ορισμοί | από το λεξικό

γεύμα
    1. η ποσότητα της τροφής που παρέχεται και καταναλώνεται σε συγκεκριμένη ώρα.
    2. επίσημη συνεστίαση με φαγητό που παραδίδεται προς τιμήν κάποιου ή για συγκεκριμένη αιτία.
      Ιερώνυμος Καλετσάνος
      φωτό: Αλέξανδρος Μανικάκης©
      Δεῦτε συνάχθητε εἰς τὸ δεῖπνον τὸ μέγα τοῦ Θεοῦ, ἵνα φάγητε σάρκας βασιλέων καὶ σάρκας χιλιάρχων καὶ σάρκας ἰσχυρῶν καὶ σάρκας ἵππων καὶ τῶν καθημένων ἐπ᾿ αὐτῶν, καὶ σάρκας πάντων ἐλευθέρων τε καὶ δούλων, καὶ μικρῶν τε καὶ μεγάλων. […] καὶ πάντα τὰ ὄρνεα ἐχορτάσθησαν ἐκ τῶν σαρκῶν αὐτῶν.
      Ἰωάννου Ἀποκάλυψις: ΙΘ’, 17-21

      Καὶ φάγεσθε τὰς σάρκας τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ τὰς σάρκας τῶν θυγατέρων ὑμῶν φάγεσθε.
      Λευϊτικόν: 26, 29

      Καὶ φαγῇ τὰ ἔκγονα τῆς κοιλίας σου, κρέα υἱῶν σου καὶ θυγατέρων σου, ὅσα ἔδωκέ σοι Κύριος ὁ Θεός σου, ἐν τῇ στενοχωρίᾳ σου καὶ ἐν τῇ θλίψει σου.
      Δευτερονόμιον: 28, 53



      πείνα
      1. το αίσθημα που προκαλείται σε ζωντανό οργανισμό από την έλλειψη τροφής. Εκφράσεις: ψοφάω/πεθαίνω της πείνας, δεν σε βλέπω από την πείνα, βρομούν τα χνώτα μου από την πείνα, έχω μια πείνα/κάτι πείνες, η πείνα κάστρα καταλεί και χώρες παραδίνει, τραβάω πείνα/πείνες, πείνα και των γονέων.
      2. η γενική και διαρκής έλλειψη τροφίμων και το σύνολο των δυσχερειών που αυτή προκαλεί.
      3. έντονο αίσθημα στέρησης και σφοδρή επιθυμία (για κάτι).
      Ιερώνυμος Καλετσάνος, Νίκος Χατζηβασιλειάδης, Βίκυ Λέκκα
      φωτό: Αλέξανδρος Μανικάκης©
      Οἶδά σου τὰ ἔργα καὶ τὴν θλῖψιν καὶ τὴν πτωχείαν· ἀλλὰ πλούσιος εἶ. [...] οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ. [...] ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ᾿ ἐμοῦ.
      Ἰωάννου Ἀποκάλυψις: Β’-9, Γ’-1, Γ’-20

      Έτσι τελειώνει ο κόσμος
      Όχι μ’ ένα βρόντο μα μ’ έναν λυγμό.
      T. S. Eliot: Οι κούφιοι άνθρωποι, Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης


      θυσία

      1. προσφορά λατρευτικού χαρακτήρα, που απευθύνεται σε θεότητα.
      2. η στέρηση υλικών ή ηθικών αγαθών ή ενδεχομένως προσφορά και της ίδιας της ζωής για την επίτευξη κάποιου σκοπού, συνήθως ευγενούς και ανιδιοτελούς. Εκφράσεις: γίνομαι θυσία (για κάποιον), πάση θυσία.

      Ιερώνυμος Καλετσάνος, Νίκος Χατζηβασιλειάδης
      φωτό: Αλέξανδρος Μανικάκης©
      Για να φτάσεις εκεί,
      Για να φτάσεις εκεί που είσαι, να ‘ρθεις από κει που δεν είσαι,
      Πρέπει να πας από ένα δρόμο όπου δεν υπάρχει έκσταση.
      Για να φτάσεις σε κάτι που δεν ξέρεις
      Πρέπει να πας από ένα δρόμο που είναι της άγνοιας.
      Για να ‘χεις ό,τι δεν κατέχεις
      Πρέπει να πας από το δρόμο της αλλοτρίωσης.
      Για να φτάσεις σ’ αυτό που δεν είσαι
      Πρέπει να πας μες απ’ το δρόμο όπου δεν είσαι.
      Κι ό,τι δε γνωρίζεις είναι το μόνο που γνωρίζεις
      Κι ό,τι σου ανήκει είναι αυτό που δε σου ανήκει
      Κι όπου βρίσκεσαι είναι εκεί όπου δε βρίσκεσαι. 
      T. S. Eliot: East Coker (Τέσσερα Κουαρτέτα), Μετάφραση: Κλείτος Κύρου


      μάγειρας
      1. πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με την παρασκευή φαγητών.
      2. πρόσωπο που ασχολείται με τη μαγειρική ή έχει μαγειρέψει συγκεκριμένο φαγητό.
      3. ιδιοκτήτης λαϊκού εστιατορίου, μαγειρείου.
      Ιερώνυμος Καλετσάνος
      φωτό: Αλέξανδρος Μανικάκης©
      Μικρό μου νησί κορίτσι
      Μικρό μου νησί κορίτσι
      Πάω να μείνω μαζί σου
      Και δεν μας νοιάζει τι θα κάνουμε
      Δεν πάμε να προλάβουμε κανένα τρένο
      Και δεν πάμε σπίτι όταν βρέχει
      Θα μαζεύουμε λουλούδια ιβίσκων
      Διότι δεν θα ‘ναι τα λεπτά μα οι ώρες
      Διότι δεν θα ‘ναι οι ώρες μα τα χρόνια
      Και το πρωί
      Και βράδυ
      Και στην παλίρροια του μεσημεριού
      Κι η νύχτα
      Πρωί
      Βράδυ
      Μεσημέρι
      Νύχτα

      T. S. Eliot: Σουήνη Αγωνιστής, Μετάφραση: Αριστοτέλης Νικολαΐδης


      σερβιτόρα
      1. υπάλληλος εστιατορίου, ζαχαροπλαστείου, καφενείου ή μπαρ, η οποία σερβίρει τους πελάτες.
      2. υπηρέτρια οικίας που σερβίρει φαγητά και ποτά κατά τη διάρκεια γεύματος.
      Βίκυ Λέκκα
      φωτό: Αλέξανδρος Μανικάκης©
      Η αδελφή με τα πέπλα θα προσευχηθεί
      Υπέρ των περιπατούντων εν τη σκοτία, 
      των εκλεγόντων σε και αντιστεκομένων σοι,
      Υπέρ των σπαρασσομένων επί τω κέρατι ανάμεσα εποχή κι εποχή, 
      χρόνο και χρόνο, ανάμεσα
      Ώρα και ώρα, λόγο και λόγο, δύναμη και δύναμη, 
      υπέρ των αναμενόντων  
      Εν τη σκοτία; Η αδελφή με τα πέπλα θα προσευχηθεί
      Υπέρ των παίδων παρά τη πύλη
      Που δεν θ’ αποχωρήσουν ούτε δύνανται να προσευχηθούν:
      Προσευχήσου υπέρ των εκλεγόντων και αντιστεκομένων

      Η αδελφή με τα πέπλα θα προσευχηθεί υπέρ των λοιδωρούντων αυτήν
      Που τρομοκρατήθηκαν κι ούτε δύνανται να παραδοθούν
      Και διαβεβαιώνουν μπρος στον κόσμο 
      κι αρνούνται ανάμεσα στα βράχια
      Στην έσχατη έρημο ανάμεσα στους έσχατους γαλάζιους βράχους
      Η έρημος μέσα στον κήπο ο κήπος μέσα στην έρημο
      Της ανομβρίας, φτύνοντας από το στόμα τον μαραμένο μηλόσπορο.

      T. S. Eliot: Η Τετάρτη των Τεφρών, Μετάφραση: Κλείτος Κύρου


      χασάπης
      1. ο κρεοπώλης.
      2. ο φυσικός ή ηθικός αυτουργός κάθε μαζικής σφαγής, ο βίαιος και αδίστακτος εκτελεστής.
      3. ο επικίνδυνα αδέξιος ή ανεπαρκής χειρουργός.

      Βλάσης Ζώτης
      φωτό: Αλέξανδρος Μανικάκης©
      Ποτέ δεν έκοψα κρέας νιώθοντας ότι
      Κόβω κάποιον άνθρωπο
      Έβαζα την ποδιά μου, τα Σάββατα το πρωί,
      Και κατέβαινα να τους βοηθήσω στο χασάπικο
      Ούτε στα δώδεκα ούτε στα δεκατρία
      Ούτε στα δεκάξι
      Είχα κανέναν στο μυαλό μου
      Όταν έκοβα ένα φιλέτο
      Ούτε όταν ψιλόκοβα κιμά χοιρινό
      Ούτε όταν πριόνιζα πλευρά
      Σκεφτόμουν τίποτα άλλο εκτός
      Από αυτό που τεμάχιζα:
      Πεθαμένες αγελάδες και γουρούνια για φάγωμα.

      Rodrigo Garcia: Είσαστε όλοι σας καθάρματα, Μετάφραση: Κατερίνα Σπάθη


      καθυστερημένος
      1. αυτός που έφτασε αργά, αργοπορημένος.
      2. αυτός που δεν ακολουθεί τις εξελίξεις, που μένει πίσω στην ανάπτυξη.
      3. αυτός που έχει μειωμένη διανοητική ανάπτυξη έναντι των συνομηλίκων του, που πάσχει από νοητική καθυστέρηση.
      Νίκος Χατζηβασιλειάδης
      φωτό: Αλέξανδρος Μανικάκης©
      Τώρα η Μαρία σηκώνει αργά το χιονισμένο χέρι
      Τώρα η Μαρία εγγίζει τον μολυβένιο κρόταφό του∙
      Τώρα η Μαρία γλυκά τον χαϊδεύει∙
      Τώρα η Μαρία του τραγουδεί∙
      Τώρα η Μαρία τον ακούει∙
      Τώρα η Μαρία πικρότατα κλαίει∙
      Τώρα η Μαρία αποδημεί∙
      Μέσα στ’ ακατανόητα λόγια της νύχτας η Μαρία φεύγει...

      Ηλίας Λάγιος: Η αναχώρησίς της (Τα κατά Αλέξιον και Μαρίαν)